- ὑφαίνεται
- ὑφαίνωweavepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άζαλος — (I) η, ο [ζάλη] αυτός που δεν ζαλίζεται, συνήθως σε τρικυμία. (II) ο μικρός μοχλός, με τον οποίο σφίγγεται ή χαλαρώνεται το κυλινδρικό ξύλο (το αντί*) τού υφαντουργικού ιστού (αργαλειού), πάνω στο οποίο τυλίγεται το ύφασμα που υφαίνεται … Dictionary of Greek
δίμιτος — η, ο (Μ δίμιτος, ον) 1. (για ύφασμα) αυτό που υφαίνεται με δύο μίτους, κλωστές 2. φρ. «δίμιτη περιέλιξη», «δίμιτη συνδεσμολογία» διάταξη με δύο μεμονωμένα, παράλληλα σύρματα που διαρρέονται από διαφορετικό ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μίτος… … Dictionary of Greek
διασίδι — και διάσιμο, το 1. στημόνι αργαλειού 2. πανί που υφαίνεται στον αργαλειό 3. η υφαντική εργασία … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
πήνη — ἡ, Α 1. ο μίτος, το νήμα που τυλίγεται στο μασούρι τής σαΐτας τού αργαλειού, το υφάδι που διαπλέκεται με το στημόνι τού υφάσματος που υφαίνεται 2. στον πληθ. αἱ πήναι το ύφασμα («ἐν δαιδαλέαισι ἀνθοκρόκοις πήναις», Ευρ.) 3. το πηνίο, το μασούρι.… … Dictionary of Greek
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
συρματόπλεγμα — Εμπόδιο εδάφους από λείο ή αγκαθωτό σύρμα. Χρησιμοποιείται για την αναχαίτιση του εχθρικού πεζικού. Τα πρώτα σ. εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και ήταν συρμάτινα δίχτυα. Αγκαθωτό σύρμα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον πόλεμο των… … Dictionary of Greek
τουίντ — το, Ν άκλ. (υφαντ.) ύφασμα το οποίο έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την τραχιά επιφάνεια και ως βασικό χρησιμοποιούμενο υλικό το μαλλί, αλλά υφαίνεται και με συνδυασμό μαλλιού και βαμβακιού, μαλλιού και ρεγιόν, μαλλιού και συνθετικών ινών. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
τσίγκλα — και τσύγγλα, η, Ν σιδερένιος πήχυς μεταβλητού μήκους, με τον οποίο συγκρατείται και από τις δύο μεριές η ούγια πανιού που υφαίνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ξύγγλα*] … Dictionary of Greek
υφαίνω — και φαίνω ύφανα και έφανα, υφάθηκα και φάθηκα, υφασμένος και φασμένος και φαμένος 1. στον υφαντικό ιστό του αργαλειού πλέκω νήματα σε μήκος και σε πλάτος (στημόνι και φάδι) για κατασκευή υφάσματος. 2. μτφ., ετοιμάζω κάτι κρυφά και δόλια,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)